(α)δρασκελάω
Смотреть что такое "(α)δρασκελάω" в других словарях:
διασκελίζω — και διασκελώ και διασκελάω και δρασκελώ και δρασκελάω (Μ διασκελίζομαι) 1. διαβαίνω πάνω από κάτι με ανοιχτά τα σκέλη 2. βαδίζω γρήγορα με μεγάλα βήματα 3. μετρώ απόσταση με δρασκελισμούς μσν. κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια … Dictionary of Greek
δρασκελίζω — δρασκελίζω, δρασκέλισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: δρασκελίζω : μερικές φορές απαντάται και ο τύπος δρασκελάω (δρασκέλισα, κατά το γυρνάω – γύρισα, βλ. πίν. 70 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής